- νεβριδόστολος
- νεβρῐδό-στολος, ον, = foreg., Orph.H.52.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεβριδόστολος — νεβριδόστολος, ον (Α) νεβριδόπεπλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρίς, ίδος «δέρμα μικρού ελαφιού» + στολος (< στολή) πρβλ. λινό στολος] … Dictionary of Greek